δοκιμασία

δοκιμασία
η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω]
εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση
μσν.- νεοελλ.
1. δοκιμή, απόπειρα
2. ταλαιπωρία, βάσανο
νεοελλ.
1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» — εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών
2. «ηπατικές δοκιμασίες» — σειρά εξετάσεων για να εντοπισθούν λειτουργικές ανεπάρκειες τού ήπατος
3. «δοκιμασία πνευμόνων», «δοκιμασία ήπατος» — ιατροδικαστικές εξετάσεις για να εξακριβωθούν οι συνθήκες τού θανάτου
μσν.
(νομ.) απόφαση διαιτητή
αρχ.
εξέταση για τη βεβαίωση τών νόμιμων προσόντων (για άρχοντες, έφηβους, ρήτορες, ιππείς κ.λπ.) προκειμένου για την κατάληψη δημόσιας θέσεως ή παραχώρηση προνομίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμασία — δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc/acc dual δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασίᾳ — δοκιμασίαι , δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασία — η 1. έλεγχος της ποιότητας, εξέταση: Όλοι οι σπουδαστές περνούν από τελική δοκιμασία. 2. επώδυνο γεγονός, συμφορά: Η δοκιμασία που πέρασε με την υγεία του, τον τσάκισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεγχόμενη δοκιμασία — Μέθοδος εκτίμησης της αξίας ενός φαρμάκου ή άλλης θεραπείας, με την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων τους σε σύγκριση με εκείνα άλλου φαρμάκου ή θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • κλινική δοκιμασία — Μελέτη ομάδας ασθενών, η οποία παρακολουθείται με προσοχή, προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια μιας θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίας — δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem acc pl δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασίαι — δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОКИМАСИЯ —    • Δοκιμασία,          разбор и проверка чьих либо прав на занятие известного положения в государстве или в народной общине. Подобная Д. применялась, напр., при занесении в список граждан, ληξιαρχικόν, причем разбирали, имеет ли подлежащее лицо …   Реальный словарь классических древностей

  • δοκιμασίαν — δοκιμασίᾱν , δοκιμασία examination fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασιῶν — δοκιμασία examination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”